- πολυγωνικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύγωνο ή μοιάζει με πολύγωνο2. φρ. α) «πολυγωνικό μέτωπο»στρ. μέτωπο οχυρωμένο κατά πολυγωνική γραμμήβ) «πολυγωνικά εδάφη»(γεωμορφ.) μορφές συνεχόμενων πολυγώνων στο έδαφος και στα επιφανειακά πετρώματα που σχηματίζονται σε περιοχές με μόνιμα παγωμένο έδαφος λόγω ψύξεως και τήξεως τών ανώτερων εδαφικών οριζόντωνγ) «πολυγωνική γραμμή» — τεθλασμένη γραμμή που αποτελείται από πεπερασμένο πλήθος ευθύγραμμων τμημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγωνο. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.