πολυγωνικός

πολυγωνικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύγωνο ή μοιάζει με πολύγωνο
2. φρ. α) «πολυγωνικό μέτωπο»
στρ. μέτωπο οχυρωμένο κατά πολυγωνική γραμμή
β) «πολυγωνικά εδάφη»
(γεωμορφ.) μορφές συνεχόμενων πολυγώνων στο έδαφος και στα επιφανειακά πετρώματα που σχηματίζονται σε περιοχές με μόνιμα παγωμένο έδαφος λόγω ψύξεως και τήξεως τών ανώτερων εδαφικών οριζόντων
γ) «πολυγωνική γραμμή» — τεθλασμένη γραμμή που αποτελείται από πεπερασμένο πλήθος ευθύγραμμων τμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγωνο. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυγωνικός — ή, ό 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες: Πολυγωνικό κτίριο. 2. αυτός που αναφέρεται στο πολύγωνο: Πολυγωνικό σχήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • πολύγωνος — η, ο αυτός που έχει πολλές γωνίες, ο πολυγωνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύμπανο — τύμπανο, το και τούμπανο, το 1. κρουστό μουσικό όργανο που έχει στη μία ή και στις δύο κυκλικές επιφάνειές του τεντωμένο δέρμα που χτυπιέται με ξύλινα πλήκτρα ή και με το χέρι και βγάζει βαρύ ήχο, ταμπούρλο, νταούλι. 2. η τεντωμένη μεμβράνη στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”